Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπιδίων — ἀπίδιον pear neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπίδια — ἀπίδιον pear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απίδι — το (Μ ἀπίδιον) αχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αρχ. ουσ. άπιον «αχλάδι»] … Dictionary of Greek